-
1 önem
σημασία, σπουδαιότητα, κρισιμότητα -
2 importance
σημασία -
3 importance
σημασία -
4 doniosłość
σημασία -
5 ważkość
σημασία -
6 ważność
σημασία -
7 значение
значение с 1) (смысл ) η έν νοια 2) (важность ) η σημασία иметь \значение έχω σημασία при давать \значение δίνω σημασία* * *с1) ( смысл) η έννοια2) ( важность) η σημασίαиме́ть значе́ние — έχω σημασία
придава́ть значе́ние — δίνω σημασία
-
8 значение
значен||иес1. (смысл) ἡ σημασία, ἡ ἔννοια, τό νόημα:прямое (переносное) \значение слова ἡ κύρια (ή μεταφορική) σημασία τής λέξης·2. (важность) ἡ σημασία, ἡ σπουδαιότητα [-ης]:придавать чему́-л. большое \значение δίνω μεγάλη σημασία σέ κάτι· не придавать \значениеия чему-л. δέν δίνω σημασία σέ κάτι· не имеет \значениеия δέν ἔχει σημασία -
9 значение
-я ουδ.1. σημασία, έννοια, νόημα•значение слов σημασία των λέξεων•
прямое слов κυριολεξία•
переносное значение слова μεταφορική σημασία της λέξης.
2. σπουδαιότητα•историческое значение ιστορική σημασία•
придавать значение δίνω (προσδίδω) σημασία•
это не имеет никакого -я αυτό δεν έχει καμιά σημασία•
мстного -я τοπικής σημασίας.
-
10 смысл
-а (-у) α.1. παλ. ο νους• το λογικό.2. έννοια, νόημα• σημασία•смысл слова η έννοια της λέξης•
смысл событий το νοημάτων γεγονότων•
прямой смысл слова η κυρ ιολεξια της λέξης•
переносный смысл слова η μεταφορική σημασία της λέξης•
придать смысл προσδίδω έννοια ή νόημα ή σημασία•
в широком -е слова με την πλατιά σημασία της λέξης•
в буквальном -е слова με την κυριολεξία της λέξης.
3. λογική βάση, περιεχόμενο• σκοπός•в чём смысл этой затеи? ποιος ο σκοπός αυτής της πρόθεσης; || ωφέλεια, όφελος.
εκφρ.здравый смысл – ο κοινός νους•в -е чего ή в каком -е – σχετικά, όσον αφορά•в -е кого-чего – με τη σημασία, υπονοώντας•в полном -е слова – με όλη τη σημασία της λέξης. -
11 важно
важно предик, έχει σημασία, ενδιαφέρει это не \важно δεν είναι τίποτα το σπουδαίο* для меня очень \важно...για μένα έχει σημασία... мне \важно знать... το βασικό είναι να ξέρω...* * *предик.έχει σημασία, ενδιαφέρειэ́то не ва́жно — δεν είναι τίποτα το σπουδαίο
для меня́ о́чень ва́жно... — για μένα έχει σημασία…
мне ва́жно знать... — το βασικό είναι να ξέρω…
-
12 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
13 по...
πρόθεμαIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловатьсяIIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.IVΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.VΣε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.VIΣε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.
-
14 иметь
иметь в разн. знач. έχω* διαθέτω (располагать) \иметь пра во έχω το δικαίωμα \иметь успех έχω επιτυχία* \иметь значение έχω σημασία \иметь возможность μπορώ, έχω τη δυνατότητα \иметься безл.: имеется ... υπάρ χει... в магазине имеется в продаже ... στο κατάστημα υπάρχει..., το κατάστημα δια θέτει...* * *в разн. знач.έχω;·διαθέτω( располагать)име́ть пра́во — έχω το δικαίωμα
име́ть успе́х — έχω επιτυχία
име́ть значе́ние — έχω σημασία
име́ть возмо́жность — μπορώ, έχω τη δυνατότητα
-
15 неважно
неважно 1. нареч. (не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα· чувствовать себя \неважно δεν αισθάνομαι και τόσο καλά 2. лредик. (несущественно): это \неважно αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία* * *1. нареч.( не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα2. предик.чу́вствовать себя́ нева́жно — δεν αισθάνομαι και τόσο καλά
э́то нева́жно — αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία
-
16 смысл
смысл м 1) η έννοια, το νόημα· η σημασία (значение)' здравый \смысл η λογική* в буквальном \смысле κυριολεχτικά* в каком \смысле? τι εννοείται; 2) (основание) о λόγος, το νόημα* имеет -\смысл... αξίζει να...· в этом нет \смысла δεν έχει κανένα νόημα ◇ в широком \смысле слова με την πλατιά έννοια* * *м1) η έννοια, το νόημα; η σημασία ( значение)здра́вый смысл — η λογική
в буква́льном смысле — κυριολεχτικά
в како́м смысле? — τι εννοείται
2) ( основание) ο λόγος, το νόημαиме́ет смысл... — αξίζει να…
в э́том нет смысла — δεν έχει κανένα νόημα
••в широ́ком смысле сло́ва — με την πλατιά έννοια
-
17 внимание
внимани||ес1. ἡ προσοχή:достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеемπεριβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι. -
18 зиачительно
зиачи́тельн||онареч1. σημαντικά [-ῶς], (κατά)πολύ:\зиачительно дороже (κατά)πολύ ἀκριβότερα· его́ здоровье \зиачительно улу́чшилось ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε σημαντικά·2. (выразительно) μέ σημασία, ἐμφαντικά, ἐκφραστικά:\зиачительно посмотреть κυττάζω μέ βλέμμα γεμᾶτο σημασία. -
19 ничтожный
ничтож||ныйприл1. (маленький) μηδαμινός:\ничтожныйное количество ἡ μηδαμινή ποσότητα·2. перен (незначащий) ἀσήμαντος, χωρίς σημασία / τιποτένιος (о человеке):\ничтожныйная книжонка βιβλίο χωρίς σημασία. -
20 смысл
смыслм1. ἡ ἐννοια, τό νόημα:здравый \смысл ἡ λογική, ὁ κοινός νοῦς· прямой \смысл ἡ κυρία ἔννοια, ἡ κυριολεκτική σημασία· переносный \смысл ἡ μεταφορική σημασία· в буквальном \смысле κυριολεκτικά [-ῶς]· переводить по \смыслу μεταφράζω κατ' ἐν-νοιαν в этом нет никакого \смысла αὐτό δέν ἔχει κανένα νόημα·2. (основание) ὁ λόγος, τό νόημα:нет \смысла туда идти δέν ὑπάρχει λόγος νά πάει κανείς ἐκεΐ· ◊ в широком \смысле μέ τήν πλατειά ἔννοια, μέ τήν εὐρεϊαν σημασίαν в полном \смысле этого слова μέ ὅλην τήν σημασίαν τής λέξεως.
См. также в других словарях:
σημασία — σημασίᾱ , σημασία the giving a signal fem nom/voc/acc dual σημασίᾱ , σημασία the giving a signal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίᾳ — σημασίᾱͅ , σημασία the giving a signal fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασία — η, ΝΜΑ αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία τής λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία τής τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
σημασία — η 1. έννοια, νόημα: Αυτή ή λέξη έχει πολλές σημασίες. – Λίγοι κατάλαβαν τη σημασία της κυβερνητικής ανακοίνωσης. 2. σπουδαιότητα: Αποκτώ μεγάλη σημασία. – Έχει εξαιρετική σημασία. 3. φρ., «Δεν του δίνω σημασία», δεν τον υπολογίζω· «Σημασία δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημασίας — σημασίᾱς , σημασία the giving a signal fem acc pl σημασίᾱς , σημασία the giving a signal fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίαι — σημασίᾱͅ , σημασία the giving a signal fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίαν — σημασίᾱν , σημασία the giving a signal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασιῶν — σημασία the giving a signal fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίαις — σημασία the giving a signal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίην — σημασία the giving a signal fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίης — σημασία the giving a signal fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)